προσχεδιάζω

προσχεδιάζω
ΝΜ
νεοελλ.
1. σχεδιάζω κάτι εκ τών προτέρων, καταρτίζω προσχέδιο
2. σκέπτομαι κάτι προκαταβολικά, μελετώ εκ τών προτέρων
μσν.
μέσ. προσχεδιάζομαι
σχεδιάζω εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσχεδιάζω — προσχεδιάζω, προσχεδίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσχεδιάζω — προσχεδίασα, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος, κάνω σχέδια από πριν, προμελετώ: Προσχεδιασμένο πραξικόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσχεδίασμα — το, Ν 1. η ενέργεια τού προσχεδιάζω 2. το αποτέλεσμα τού προσχεδιάζω, το προσχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • απροσχεδίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί εκ των προτέρων, απρομελέτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • προδιαγράφω — ΝΜΑ διαγράφω κάτι εκ τών προτέρων, προκαθορίζω την πορεία του, προσχεδιάζω κάτι αρχ. πληρώνω κάτι από πριν, προπληρώνω …   Dictionary of Greek

  • προδιατυπώ — όω, Α 1. διατυπώνω, εκφράζω κάτι σε γενικές γραμμές εκ τών προτέρων 2. προσχεδιάζω («ἡ ἐν τῷ ἀρχιτεκτονικῷ προδιατυπωθεῑσα πόλις», Φίλ.) 3. παθ. προδιατυποῡμαι, όομαι προδιαγράφομαι σε γενικές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατυπῶ «διατυπώνω,… …   Dictionary of Greek

  • προδιαχαράσσω — Α προσχεδιάζω κάτι («τοῡτο δὲ συνέβαινεν... ἳνα καὶ ὁ τῆς ἀληθείας ἐν αὐτῷ προδιαχαραγῇ τύπος», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχαράσσω «ορίζω, γράφω, σκαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκεντώ — έω, Α [κεντῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων, προσχεδιάζω, προδιαγράφω …   Dictionary of Greek

  • προμελετώ — προμελετῶ, άω, ΝΜΑ 1. μελετώ κάτι εκ τών προτέρων, προετοιμάζομαι με μελέτη νεοελλ. προσχεδιάζω αξιόποινη πράξη («προμελετημένο έγκλημα») αρχ. 1. αποκτώ μια συνήθεια 2. μέσ. προμελετῶμαι, άομαι (για ασθένεια) είμαι απειλητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”